πατρώνυμος

πατρώνυμος
πατρώνυμος, ον named after the father (QDAP 1, ’31, 155 [Gaza, III A.D.]) IRo ins (on the subject matter cp. Eph 3:14f; s. Lghtf. on IRo ins), where God the Father is meant.—DELG s.v. ὄνομα.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent …   Wikipedia Español

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • πατρωνυμία — ἡ, ΝΑ [πατρώνυμος] η ονομασία κάποιου με όνομα που σχηματίστηκε από το όνομα τού πατέρα του, όπως λ.χ. Πηλείδης, ο γιος τού Πηλέα, Ατρείδης, ο γιος τού Ατρέα …   Dictionary of Greek

  • πατρωνυμικός — ή, ό / πατρωνυμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πατρώνυμος] αυτός που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα νεοελλ. γραμμ. τα πατρωνυμικά (ενν. ονόματα) τα κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα τού πατέρα ή τού γενάρχη τής οικογένειας και… …   Dictionary of Greek

  • πατρωνυμούμαι — έομαι, Μ [πατρώνυμος] (για όν.) σχηματίζω τον πατρωνυμικό τύπο («διὰ τοῡ άδης πατρωνυμοῡνται καὶ τὰ εἰς ης κύρια», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • πατρωνύμιος — ον, Α [πατρώνυμος] 1. αυτός που ονομάζεται, που παίρνει το όνομα του από το όνομα τού πατέρα του, κατ επέκτ. αυτός που προέρχεται από την πλευρά τού πατέρα («τὸ πατρωνύμιον γένος ἡμέτερον», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ πατρωνύμιον από την… …   Dictionary of Greek

  • πατρώνυμο — το / πατρώνυμος, ον, ΝΑ νεοελλ. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) το όνομα τού πατέρα αρχ. αυτός που ονομάζεται από τον πατέρα του, που φέρει το πατρικό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ωνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πολυώνυμος. Το ω τού …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”